ξεκλείδωτος

ξεκλείδωτος
-η, -ο [ξεκλειδώνω]
1. ακλείδωτος, ξεκλειδωμένος, ανοιχτός
2. αυτός που κινείται με ασυντόνιστες κινήσεις.
επίρρ...
ξεκλείδωτα
ανασφάλιστα, ανοιχτά («άφησε ξεκλείδωτα και έφυγε»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεκλείδωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κλείστηκε με κλειδί, ανασφάλιστος: Το σπίτι το αφήσαμε ξεκλείδωτο. 2. αυτός που έχει παράλυση στις κλειδώσεις: Περπατά ξεκλείδωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ασφάλιστος — και ασφάλιχτος, η, ο 1. ανοιχτός, ξεκλείδωτος 2. που δεν έχει ασφαλιστεί, ανασφάλιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σφαλίζω, με την πρώτη σημασία και ασφάλιστος < ασφαλίζω με τη δεύτερη σημασία, όπου η άρνηση προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”